Η «Μαύρη Τρίτη» και η Ελλάδα
του Λευτερη Τσουλφιδη*
Η 29η Οκτωβρίου του 1929 έμεινε γνωστή ως «Μαύρη Τρίτη», χαρακτηρισμός που προέκυψε από την κατάρρευση του χρηματιστηρίου στη Νέα Υόρκη. Στην Ελλάδα το Χρηματιστήριο Αθηνών παρέμενε ανοιχτό, παρά την πτωτική του πορεία, χάρη στη γενικότερη υποστήριξη των τραπεζών. Η κυβέρνηση αισιοδοξούσε, ο Βενιζέλος μάλιστα έδινε την «προσωπική (του) διαβεβαίωση» ότι η Ελλάδα δεν θα επηρεαστεί από την κρίση.
Ολα όμως σηματοδοτούσαν αλλαγή φάσης της παγκόσμιας οικονομίας και η ελληνική δεν αποτελούσε εξαίρεση. Η κρίση εκδηλώθηκε στη μείωση των ελληνικών εξαγωγών, στη συρρίκνωση της παραγωγής και του μεταναστευτικού συναλλάγματος, ενώ διακόπηκε η χρηματοδότηση από το εξωτερικό που ήταν αναγκαία για το φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Η κατάρρευση του Χρηματιστηρίου της Αθήνας συνέπεσε, όχι τυχαία, με την εγκατάλειψη του «κανόνα χρυσού» από την Αγγλία (20/9/1931) και προκειμένου να αποφευχθούν οι συναλλαγές χρυσού το χρηματιστήριο έμεινε κλειστό για 15 μήνες. Ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι η Αγγλία σύντομα θα επανέφερε τη χρυσή βάση και ότι η δραχμή θα έπρεπε να παραμείνει σταθερή και γι’ αυτό τη συνέδεσε με το δολάριο (η χρυσή βάση του οποίου ήρθη τον Ιούνιο του 1933). Κάποιος αναρωτιέται αν η Αγγλία και οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να ασκήσουν πολιτική «σκληρού νομίσματος», πώς θα την ασκούσε η Ελλάδα; Οπως ήταν φυσικό, ακολούθησε υποτιμητική κερδοσκοπία, που η ΤτΕ, δυστυχώς, ακολουθώντας υποδείξεις της Κοινωνίας των Εθνών, δεν μπόρεσε να αποσοβήσει. Οι τράπεζες αγνοώντας το αυξημένο επιτόκιο της ΤτΕ και προφασιζόμενες αγορά ελληνικών χρεογράφων στο εξωτερικό, επιδίωκαν τα κέρδη που θα προέκυπταν από τη χαμηλότερη ισοτιμία της δραχμής. Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΤτΕ μειώθηκαν τόσο που την ανάγκασαν στην ύστατη ταπείνωση κεντρικής τράπεζας που ήταν να δανειστεί από τράπεζα (την ΕΤΕ) που εποπτεύει.
Στο μεταξύ οι επισκέψεις Βενιζέλου (Ιανουάριος 1932) σε ξένες πρωτεύουσες εις αναζήτηση δανείων δεν τελεσφόρησαν, και στις 26/4/1932 η κυβέρνηση κήρυξε προσωρινό χρεοστάσιο και πρωτοφανή υποτίμηση (κατά 60%) της δραχμής. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε προκειμένου να πετύχει τον σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης, πράγμα που δεν συνέβη, και στις εκλογές του Μαρτίου του 1933 ζήτησε «αυξημένες εξουσίες» προκειμένου να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Ακολούθησε κυβέρνηση αντιπολιτευτικών κομμάτων.
Για να περιοριστούμε όμως στα οικονομικά της περιόδου, η υποτίμηση της δραχμής και η πτώχευση ουσιαστικά λειτούργησαν ευεργετικά για την οικονομία, διότι ενδυνάμωσαν τη νομισματική πολιτική της ΤτΕ, ενώ η μη εξυπηρέτηση του χρέους εξασφάλισε τη χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων. Οι (σχεδόν) ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί που ακολούθησαν σε συνδυασμό με την ανάπτυξη εξαφάνισαν το σύνολο σχεδόν του εξωτερικού χρέους το 1968. Κάποιος αναρωτιέται, και πάλι, δεν θα ήταν προτιμότερο για την κυβέρνηση Βενιζέλου να είχε προχωρήσει τάχιστα στην υποτίμηση της δραχμής και στην έγκαιρη διευθέτηση του χρέους;
Οι ομοιότητες που διαπιστώνονται με τη σημερινή πραγματικότητα είναι αναμφίβολα συγκλονιστικές, ωστόσο ακόμη πιο συγκλονιστικό θα ήταν αν οδηγούμασταν σε μεγάλες αποφάσεις που αν τυχόν λαμβάνονταν νωρίτερα, τα αποτελέσματα θα ήταν τουλάχιστον λιγότερο επώδυνα. Εδώ δεν μένει παρά να διαπιστώσουμε αν ο Χέγκελ είχε δίκαιο όταν έλεγε ότι «Η ιστορία διδάσκει ότι ποτέ δεν διδασκόμαστε από την ιστορία».
* Αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Πηγή: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_2_23/10/2010__419784
του Λευτερη Τσουλφιδη*
Η 29η Οκτωβρίου του 1929 έμεινε γνωστή ως «Μαύρη Τρίτη», χαρακτηρισμός που προέκυψε από την κατάρρευση του χρηματιστηρίου στη Νέα Υόρκη. Στην Ελλάδα το Χρηματιστήριο Αθηνών παρέμενε ανοιχτό, παρά την πτωτική του πορεία, χάρη στη γενικότερη υποστήριξη των τραπεζών. Η κυβέρνηση αισιοδοξούσε, ο Βενιζέλος μάλιστα έδινε την «προσωπική (του) διαβεβαίωση» ότι η Ελλάδα δεν θα επηρεαστεί από την κρίση.
Ολα όμως σηματοδοτούσαν αλλαγή φάσης της παγκόσμιας οικονομίας και η ελληνική δεν αποτελούσε εξαίρεση. Η κρίση εκδηλώθηκε στη μείωση των ελληνικών εξαγωγών, στη συρρίκνωση της παραγωγής και του μεταναστευτικού συναλλάγματος, ενώ διακόπηκε η χρηματοδότηση από το εξωτερικό που ήταν αναγκαία για το φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Η κατάρρευση του Χρηματιστηρίου της Αθήνας συνέπεσε, όχι τυχαία, με την εγκατάλειψη του «κανόνα χρυσού» από την Αγγλία (20/9/1931) και προκειμένου να αποφευχθούν οι συναλλαγές χρυσού το χρηματιστήριο έμεινε κλειστό για 15 μήνες. Ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι η Αγγλία σύντομα θα επανέφερε τη χρυσή βάση και ότι η δραχμή θα έπρεπε να παραμείνει σταθερή και γι’ αυτό τη συνέδεσε με το δολάριο (η χρυσή βάση του οποίου ήρθη τον Ιούνιο του 1933). Κάποιος αναρωτιέται αν η Αγγλία και οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να ασκήσουν πολιτική «σκληρού νομίσματος», πώς θα την ασκούσε η Ελλάδα; Οπως ήταν φυσικό, ακολούθησε υποτιμητική κερδοσκοπία, που η ΤτΕ, δυστυχώς, ακολουθώντας υποδείξεις της Κοινωνίας των Εθνών, δεν μπόρεσε να αποσοβήσει. Οι τράπεζες αγνοώντας το αυξημένο επιτόκιο της ΤτΕ και προφασιζόμενες αγορά ελληνικών χρεογράφων στο εξωτερικό, επιδίωκαν τα κέρδη που θα προέκυπταν από τη χαμηλότερη ισοτιμία της δραχμής. Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΤτΕ μειώθηκαν τόσο που την ανάγκασαν στην ύστατη ταπείνωση κεντρικής τράπεζας που ήταν να δανειστεί από τράπεζα (την ΕΤΕ) που εποπτεύει.
Στο μεταξύ οι επισκέψεις Βενιζέλου (Ιανουάριος 1932) σε ξένες πρωτεύουσες εις αναζήτηση δανείων δεν τελεσφόρησαν, και στις 26/4/1932 η κυβέρνηση κήρυξε προσωρινό χρεοστάσιο και πρωτοφανή υποτίμηση (κατά 60%) της δραχμής. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε προκειμένου να πετύχει τον σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης, πράγμα που δεν συνέβη, και στις εκλογές του Μαρτίου του 1933 ζήτησε «αυξημένες εξουσίες» προκειμένου να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Ακολούθησε κυβέρνηση αντιπολιτευτικών κομμάτων.
Για να περιοριστούμε όμως στα οικονομικά της περιόδου, η υποτίμηση της δραχμής και η πτώχευση ουσιαστικά λειτούργησαν ευεργετικά για την οικονομία, διότι ενδυνάμωσαν τη νομισματική πολιτική της ΤτΕ, ενώ η μη εξυπηρέτηση του χρέους εξασφάλισε τη χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων. Οι (σχεδόν) ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί που ακολούθησαν σε συνδυασμό με την ανάπτυξη εξαφάνισαν το σύνολο σχεδόν του εξωτερικού χρέους το 1968. Κάποιος αναρωτιέται, και πάλι, δεν θα ήταν προτιμότερο για την κυβέρνηση Βενιζέλου να είχε προχωρήσει τάχιστα στην υποτίμηση της δραχμής και στην έγκαιρη διευθέτηση του χρέους;
Οι ομοιότητες που διαπιστώνονται με τη σημερινή πραγματικότητα είναι αναμφίβολα συγκλονιστικές, ωστόσο ακόμη πιο συγκλονιστικό θα ήταν αν οδηγούμασταν σε μεγάλες αποφάσεις που αν τυχόν λαμβάνονταν νωρίτερα, τα αποτελέσματα θα ήταν τουλάχιστον λιγότερο επώδυνα. Εδώ δεν μένει παρά να διαπιστώσουμε αν ο Χέγκελ είχε δίκαιο όταν έλεγε ότι «Η ιστορία διδάσκει ότι ποτέ δεν διδασκόμαστε από την ιστορία».
* Αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου